Skip to main content
Uncategorized

Martinstag – Γιορτή του Αγίου Μαρτίνου 11/11

By November 9, 2023No Comments

Ο μύθος του Αγίου Μαρτίνου

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας Ρωμαίος αξιωματικός που είχε έναν γιo. Τον έλεγαν Μαρτίνο και γεννήθηκε στην Ουγγαρία το 316 μ.Χ. Όταν ο Μαρτίνος έγινε 15 χρονών, κατατάχτηκε στο στρατό σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα του και μετά από λίγο καιρό χρίστηκε ιππότης. Ήταν πολύ αγαπητός στους συντρόφους του, επειδή έβρισκε πάντα έναν καλό λόγο για όλους και ήταν επίσης πολύ γρήγορος ιππέας. Όμως δεν του άρεσε καθόλου ο πόλεμος, ο ίδιος ήθελε να κάνει στους άλλους πάντα το καλό. Μια μέρα το τάγμα ιπποτών, στο οποίο ανήκε, πήρε την εντολή να παραδώσει ένα μήνυμα στην πόλη Άμιενς, κάπου στη Γαλλία. Ήταν μια παγερή μέρα του χειμώνα. Όλη τη μέρα οι ιππότες προχωρούσαν, όταν άρχισε να χιονίζει. Πέφτοντας το σκοτάδι το χιόνι όλο και δυνάμωνε. Ο δρόμος είχε ήδη παγώσει. Οι σύντροφοι ήταν όλοι πολύ κουρασμένοι. Κάποια στιγμή φάνηκε από μακριά η πύλη του κάστρου της πόλης και ακούστηκε το ρολόι του πύργου να χτυπάει εννιά φορές. «Ελάτε σύντροφοι, ας τρέξουμε γρήγορα, λίγο ακόμα και φτάσαμε!», φώναξε κάποιος και όλοι σπιρούνισαν με δύναμη τα άλογά τους. Μόνο ο Μαρτίνος δεν ήθελε να πονέσει το άλογό του, που του είχε συμπαρασταθεί σε όλες τις μάχες και ήταν ο πιστός του φίλος. Έτσι έμεινε πίσω. Σε λίγο δεν μπορούσε πια να διακρίνει τους συντρόφους του. Είχε βραδιάσει για τα καλά, όταν έφτασε και αυτός στην πύλη της πόλης. Όταν όμως πήγε να περάσει, το άλογό του κοντοστάθηκε. Ο Μαρτίνος το χάιδεψε στοργικά στο λαιμό και κοίταξε τριγύρω. Τότε διέκρινε στην άκρη του δρόμου ένα φτωχό ρακένδυτο ζητιάνο που τουρτούριζε από το κρύο. «Σε παρακαλώ, βοήθησε με», του είπε με τρεμάμενη φωνή. Ο Μαρτίνoς δεν είχε τίποτε άλλο μαζί του, εκτός από το ζεστό κόκκινο μανδύα του. Χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή, πήρε το σπαθί του και έκοψε το μανδύα του στα δύο. Το ένα κομμάτι το έδωσε στον ζητιάνο. Σκεπτικός συνέχισε μετά το δρόμο του στην πόλη. Εκεί βρήκε τους συντρόφους του σε ένα καπηλειό. Έτρωγαν με όρεξη και έπιναν μπόλικο κρασί. Όταν τον αντίκρισαν, τον ρώτησαν περιπαικτικά: «Λοιπόν, μικρέ, πού ήσουν τόση ώρα … και πού ξέχασες το μισό σου μανδύα; … χα χα χα χα!» Ο Μαρτίνος όμως δεν απάντησε συνεπαρμένος από το γεγονός στην πύλη, αλλά πήγε για ύπνο, πτώμα από την κούραση. Εκείνη τη νύχτα ο Μαρτίνος είδε ένα παράξενο όνειρο. Ο Χριστός εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή του φτωχού ζητιάνου. Στο χέρι του κρατούσε το μισό μανδύα και του είπε: «Ό,τι πρόσφερες στο φτωχό, να ξέρεις ότι το πρόσφερες σε μένα.» Μόλις ξύπνησε το άλλο πρωί, ο Μαρτίνος είχε πάρει πια την απόφασή του, να εγκαταλείψει τη ζωή τού στρατιώτη. Έτσι παρουσιάστηκε στον Καίσαρα και παρέδωσε το σπαθί και την περικεφαλαία του. Έπειτα βαφτίστηκε χριστιανός και αφιέρωσε τη ζωή του στο να βοηθάει τους φτωχούς. Η φήμη του απλώθηκε γρήγορα σε όλη τη Γαλλία και έτσι η εκκλησία αποφάσισε να τον κάνει επίσκοπο. Αυτός όμως ήταν τόσο μετριόφρων που δεν θέλησε να αποδεχτεί αυτή την τιμή. Έτσι κρύφτηκε σε ένα αγρόκτημα, στον στάβλο. Οι άνθρωποι όμως τον έψαχναν παντού, ακόμα και τη νύχτα, με φαναράκια στα χέρια. Εκεί όμως, όπου κρυβόταν υπήρχαν πολλές χήνες, οι οποίες έκαναν τόση φασαρία που τον πρόδωσαν. Έτσι ο Μαρτίνος έγινε τελικά επίσκοπος και μέχρι το τέλος της ζωής του φρόντιζε όλους τους ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Πέθανε ειρηνικά το 371 μ.Χ. Στη Γερμανία κάθε χρόνο στις 11 Νοεμβρίου γιορτάζουν την ημέρα του Αγίου Μαρτίνου. Όταν σκοτεινιάσει, τα παιδάκια βγαίνουν στους δρόμους με φαναράκια, τριγυρνούν στη γειτονιά τους και τραγουδούν, αναζητώντας τον Άγιο Μαρτίνο. Τα πιο θαρραλέα παιδιά πηδάνε πάνω από φωτιές και στο τέλος ψήνουν –σε ανάμνηση των πτηνών που τον είχαν προδώσει– το παραδοσιακό φαγητό, τη «χήνα του Αγίου Μαρτίνου». Τα σύμβολά του είναι η χήνα και ο μανδύας.

Die Legende von St. Martin

Es war einmal ein römischer Offizier, der einen braven Sohn hatte. Sein Sohn hieß Martin und wurde 316 n.Chr. in Ungarn geboren. Mit 15 wurde Martin auf Wunsch seines Vaters Soldat. Nach einiger Zeit wurde er sogar Ritter. Er war bei seinen Kameraden sehr beliebt, denn er hatte immer ein gutes Wort für alle und außerdem war er ein sehr schneller Reiter. Den Krieg mochte er aber nicht, denn er wollte für die anderen Menschen immer nur Gutes tun. Eines Tages bekam eine Gruppe von Rittern den Auftrag, eine Botschaft in die Stadt Amiens nach Frankreich zu bringen. Es war ein kalter Wintertag. Den ganzen Tag waren die Ritter unterwegs, gegen Abend begann es zu schneien. Allmählich wurde es dunkel und der Wind wurde immer stärker. Die Straße war auch ganz vereist. Alle Kameraden waren sehr müde. Auf einmal sah man von Ferne die Burg der Stadt und konnte auch die Turmuhr neunmal schlagen hören. „Kommt, Leute, schneller, wir sind fast angekommen, hopp!“ rief einer und alle gaben ihren Pferden die Sporen. Nur Martin wollte seinem Pferd nicht wehtun, denn es hatte ihm in der Schlacht immer zur Seite gestanden und war sein treuester Freund. So blieb er zurück. Bald waren seine Kameraden nicht mehr zu sehen. Es war spät abends, als er endlich auch vor dem Stadttor ankam. Aber als er durch das Tor wollte, zögerte plötzlich sein Pferd und blieb stehen. Martin streichelte es liebevoll am Hals und sah sich um. Was war los? Da erblickte er am Straßenrand einen armen Mann in Lumpen, der vor Kälte zitterte. „Bitte, hilf mir!“ flehte er. Martin hatte nichts anderes dabei als seinen roten, warmen Mantel. Ohne einen Augenblick zu zögern, nahm er sein Schwert und teilte ihn in zwei Hälften. Die eine gab er sofort dem armen Bettler, damit er nicht mehr friert, die andere behielt er. Nachdenklich ritt er dann weiter in die Stadt. Da traf er seine Kameraden in einer Gaststätte. Sie aßen mit großem Appetit und tranken auch Wein dazu. Als sie ihn sahen, fragten sie ihn: „Na, du Kleiner, wo bist du so lange gewesen? Und was ist mit deinem Mantel los? Wo hast du die eine Hälfte vergessen? Hahaha!“ und wollten sich über ihn lustig machen. Er antwortete aber nicht, denn er war von dem Ereignis betroffen. Todmüde ging er dann schlafen. In der Nacht hatte Martin einen merkwürdigen Traum. Jesus erschien ihm in Gestalt des Bettlers mit seinem Mantelteil und sagte: „Was du dem armen Mann getan hast, hast du mir getan.“ Als er am nächsten Morgen aufwachte, traf er die Entscheidung, kein Soldat mehr zu sein. Er lief zum Kaiser und legte sein Schwert und seinen Helm ab. Dann ließ er sich als Christ taufen. Er widmete sein Leben den armen Menschen. Sein Ruf wurde schnell in ganz Frankreich bekannt. Deshalb wollte ihn die Kirche in der Stadt Tours zum Bischof ernennen. Doch war er sehr bescheiden und wollte die Ehre nicht annehmen. So versteckte er sich in einem Stall eines Bauernhofs. Man suchte überall nach ihm, in der Nacht sogar mit Laternen. Auf dem Bauernhof gab es aber besonders viele Gänse, die so viel Lärm machten, dass sie ihn verrieten. So wurde Martin Bischof in der Stadt Tours und kümmerte sich bis zum Ende seines Lebens um Menschen, die Hilfe brauchten. Er starb als glücklicher Mensch im Jahre 371 n.Chr. Auch heute noch erinnern sich die Kinder am 11. November an St. Martin, indem sie am Abend, wenn es dunkel ist, mit Laternen durch die Straßen ziehen und dabei singen. Nach dem Umzug springen die tapfersten Kinder über ein Feuer. Am Martinstag isst man in Deutschland Martins Verräter, die „Martinsgänse“. Die Symbole, die zu St. Martin gehören, sind die Gans und der Mantel.